- στρεπτίνδα
- Αεπίρρ. παιχνίδι κατά το οποίο ένας ή περισσότεροι παίκτες έστηναν στο έδαφος όρθιο ένα νόμισμα ή ένα όστρακο και τό σημάδευαν με ένα άλλο αντίστοιχο, έτσι ώστε να τό κάνουν να στραφεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεπτός + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα)].
Dictionary of Greek. 2013.